Η ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΟΥ ΤΖΑΚΙΟΥ

ΕΠΕΝΔΥΣΕΙΣ ΤΖΑΚΙΟΥ Η ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΤΟΥ ΕΞΕΛΙΞΗ

Το τζάκι, όπως το αντιλαμβανόμαστε σήμερα, έκανε την εμφάνισή του στη Δυτική Ευρώπη μόλις το 12ο αιώνα. Παλαιότερα οι τρόποι παραγωγής θερμότητας για το ζέσταμα είτε του χώρου είτε του φαγητού, ήταν διαφορετικοί και ποικίλοι ανάλογα με τις εποχές και, βέβαια, με την ευμάρεια των κατοίκων. Γενικά οι εστίες γίνονταν μακριά από ξύλινους τοίχους και στέγες για να αποφεύγονται πυρκαγιές. Αργότερα, όταν χρησιμοποιήθηκαν άλλα άκαυστα υλικά για κατασκευές κατοικιών, η εστία τοποθετήθηκε στον τοίχο.

Το 12ο αιώνα, εμφανίζονται τα πρώτα τζάκια με εστία ημικυκλικού σχήματος, κτισμένη μέσα σε τοίχο που πλαισιώνεται από δύο κατακόρυφες ευθύγραμμες στήλες (λαμπάδες) και μια οριζόντια μετώπη. Αυτά ήταν τα πιο συνηθισμένα και κατασκευάζονταν ως επί τον πλείστον στην εσωτερική πλευρό του τοίχου της πρόσοψης του κτίσματος, ανάμεσα σε δύο παράθυρα. Στις περιπτώσεις που ο τοίχος δεν είχε το απαιτούμενο πάχος, τότε ο κορμός προεξείχε μπροστά από το τζάκι ως ανάγλυφο.

Στα τέλη του 12ου αιώνα, ο κορμός κατασκευάζεται από κεραμίδι για να αντέχει περισσότερο στις υψηλές θερμοκρασίες, ενώ πέτρινοι πάγκοι τοποθετούνται σε κάθε πλευρά της εστίας, έτσι ώστε εκεί να μπορεί κάποιος να ζεσταθεί, όταν μειώνεται η φωτιά.

To 13ο αιώνα, οι διαστάσεις των τζακιών αυξάνονται, έτσι ώστε να είναι δυνατή η καύση ξύλων μήκους μέχρι 2-3 μέτρων για να παράγεται θερμότητα ικανή να ζεστάνει μεγάλες σάλες. Μέχρι το τέλος του ίδιου αιώνα, τα τζάκια τόσο στα κάστρα, όσο και στις κατοικίες, εκτός ελάχιστων εξαιρέσεων, ήταν εξαιρετικά απλά.

Οι γλυπτές συνθέσεις στη μετώπη του τζακιού, είτε με υψηλό είτε με χαμηλό ανάγλυφο εμφανίζονται στις αρχές του 14ου αιώνα.

To 15ο αιώνα, οι διαστάσεις του τζακιού μειώνονται και η θέση του μέσα στο χώρο είναι τέτοια που επιτρέπει τη θέρμανση δύο δωματίων ταυτόχρονα. Μέσα στους πύργους της εποχής και στις πλούσιες κατοικίες, τα τζάκια κατασκευάζονταν από πέτρα διακοσμημένη με γλυπτά ανάγλυφα, ενώ στα σπίτια των οικονομικά κατώτερων τάξεων κατασκευάζονταν από ξύλο εμφανές ή επενδυμένο με γύψινα στοιχεία και χαραγμένες ή ανάγλυφες συνθέσεις. Το κόστος κατασκευής στην τελευταία περίπτωση ήταν πολύ χαμηλότερο από εκείνο των πέτρινων τζακιών.

Στην Αναγέννηση, τα τζάκια εμφανίζονται διακοσμημένα με πλούσιες και περίτεχνες ζωγραφικές και γλυπτές παραστάσεις. Οι διαστάσεις τους ολοένα περιορίζονται μέχρι να φθάσει το ύψος τους σε τέτοιο σημείο, ώστε να μπορεί ο άνθρωπος να ακουμπήσει στην εταζέρα πάνω από τη μετώπη. Από το 15ο ως το 18ο αιώνα, το τζάκι στην Ευρώπη ακολουθεί την εξέλιξη της αρχιτεκτονικής και διακόσμησης της εκάστοτε εποχής. Είναι μια περίοδος ιδιαίτερης μεγαλοπρέπειας, στη διάρκεια της οποίας κατασκευάζονται αριστουργηματικά τζάκια από μάρμαρο και μαντεμένια εστία.

Στο πέρασμα των αιώνων, καθώς η αρχιτεκτονική ήθελε μικρότερο το χώρο της κατοικίας, το τζάκι, ακολουθώντας αυτήν την τάση, γίνεται ολοένα και μικρότερο, καταλήγοντας στις διαστάσεις που γνωρίζουμε σήμερα.

Η εξέλιξη του τζακιού ακολούθησε δύο βασικούς δρόμους; εκείνον της τελειοποίησης της τεχνικής λειτουργίας του και εκείνον του αρχιτεκτονικού και στιλιστικού σχεδιασμού. Και οι δύο έχουν ιδιαίτερη βαρύτητα στη δημιουργία τζακιών με τέλεια λειτουργία και σημαντικό διακοσμητικό ρόλο που ορισμένες φορές έφτασε στα επίπεδα έργων τέχνης.

ΕΠΕΝΔΥΣΕΙΣ ΤΖΑΚΙΟΥ Η ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΤΟΥ ΕΞΕΛΙΞΗ

Οι τεχνικοί στράφηκαν καταρχήν στην επίλυση του προβλήματος του καπνού και έδωσαν λύση με την εισαγωγή του τζακιού κατά το ήμισυ μέσα στο πάχος του τοίχου, έτσι ώστε να αυξάνεται το τράβηγμα, επιτυγχάνοντας παράλληλα να κάνουν το τζάκι λιγότερο ογκώδες από ότι ήταν παλαιότερα. Ένα άλλο πρόβλημα που αντιμετώπισαν ήταν η αποτελεσματικότητα του τζακιού ως μέσου θέρμανσης. Καταρχήν αυτό αντιμετωπίστηκε μόνο με τη μείωση των διαστάσεων της εστίας.

Ανάμεσα στο 1330 και το 1600. μεταξύ των λίγων που ασχολήθηκαν με τα τεχνικά προβλήματα του τζακιού ήταν και ο Leonardo da Vinci (υπάρχουν αναφορές στο έργο του «Κώδικας Atlaντico») και ο Leon Battista Alberti (στο έργο του «De re aedificatoria libri X»).

Από την αρχή του 17ου αιώνα, η μηχανική της λειτουργίας του τζακιού άρχισε να απασχολεί σοβαρότερα τους επιστήμονες με αποτέλεσμα να προταθούν διάφορες καινοτομικές λύσεις προσανατολισμένες, κυρίως, στο να μην είναι ο καπνός «το αναπόφευκτο πεπρωμένο». Επινοήθηκαν τότε τα τζάκια με διάδοση θερμότητας με φυσική μεταφορά του αέρα και αξιοποιήθηκε η θερμότητα των ζεστών τοιχωμάτων της εστίας για τη θέρμανση των χώρων, χρησιμοποιήθηκε ο εξωτερικός αέρας από κατάλληλα ανοίγματα κοντά στην εστία για να αντιμετωπιστεί η ψύξη των χώρων από τα ρεύματα του αέρα που εισέρχονταν από τις πόρτες και τα παράθυρα κ.α.

Αργότερα, τον 18ο αιώνα, δύο Αμερικάνοι, ο Benjamin Franklin και ο Benjamin Thompson, συνέβαλαν με καθοριστικό τρόπο στην επίλυση των προβλημάτων λειτουργίας των τζακιών.

Ο πρώτος διατύπωσε την αρχή της σχέσης ανάμεσα στις διαστάσεις του ανοίγματος της εστίας του τζακιού και του ύψους της καπνοδόχου και υποστήριξε ότι ο καπνός, που είναι πιο βαρύς από τον αέρα, δεν θα μπορούσε ποτέ να ανέβει μέσα από μια καπνοδόχο χωρίς να μεταφέρει και θερμότητα. Ο δεύτερος ασχολήθηκε με μελέτες για τη θερμότητα και ήταν ο πρώτος που κατανόησε και χρησιμοποίησε τον όρο της θερμικής ακτινοβολίας. Υπήρξαν, βέβαια, και άλλοι πολλοί που έκαναν ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις σχετικά με τις αναλογίες στις διαστάσεις του τζακιού, την εκμετάλλευση της θερμότητας των καπναερίων κ.α.

Από τους τελευταίους μελετητές που ασχολήθηκαν συστηματικά με τη λειτουργία του τζακιού ήταν ο αρχιτέκτονας G.A. Breyman ο οποίος το 1853 στη μελέτη του «Γενική Πραγματεία των Αστικών Κατασκευών» παρουσιάζει στο κεφάλαιο «Περί θέρμανσης με τζάκια» πώς γίνεται σωστά η σωστή κατασκευή του τζακιού.

Το 19ο αιώνα στα σπίτια της Δυτικής Ευρώπης υπάρχει κατά κανόνα από ένα τζάκι τόσο στο σαλόνι όσο και στην κρεβατοκάμαρα. Αυτή η τάση, όμως, σταδιακά εγκαταλείπεται, καθώς αρχίζουν να χρησιμοποιούνται οι ξυλόσομπες και αργότερα η κεντρική θέρμανση.

Η ανάπτυξη του μεταλλουργικού τομέα συνέβαλε στη μαζική κατασκευή της ξυλόσομπας και των συσκευών μαγειρέματος με ξύλα («μαγειρεία»), που ήταν συσκευές πιο οικονομικές και πιο αποτελεσματικές από το τζάκι. Η εξέλιξη αυτή είχε ως αποτέλεσμα το τζάκι να περάσει σε δεύτερη μοίρα σε μια περίοδο που είχε αγγίξει την τεχνική τελειότητα. Επιβίωσε, ωστόσο, ως ξεχωριστό διακοσμητικό στοιχείο, γι’ αυτό και στην πραγματικότητα η κατασκευή τζακιών και η παραγωγή εστιών δεν διακόπηκε ποτέ.

Το γεγονός, όμως, ότι το τζάκι θεωρήθηκε από τότε ως μια διακοσμητική κατασκευή είχε ως αποτέλεσμα να μην γίνει ευρύτερα γνωστή η τεράστια κληρονομιά τεχνικών γνώσεων γύρω από τη λειτουργία του που αποκτήθηκε ύστερα από μελέτες αιώνων, να μείνει τελικά αναξιοποίητο ένα πολύτιμο απόθεμα γνώσεων που χάνεται με την πάροδο του χρόνου. Γι' αυτό, άλλωστε, το τζάκι για τους περισσότερους αποτελεί ακόμη και σήμερα ένα «μυστηριώδες» αντικείμενο.

Μετά την πετρελαϊκή κρίση στη δεκαετία του 70, που οδήγησε μοιραία στην αναζήτηση και επιλογή οικονομικότερων, αλλά και οικολογικότερων τρόπων θέρμανσης, η αγορά του τζακιού αρχίζει και πάλι να ανακάμπτει και οι κατασκευαστές προτείνουν μοντέλα εστιών και διακοσμητικές επενδύσεις για όλα τα βαλάντια και γούστα.

Τα τελευταία χρόνια, μετά τις αλλαγές που σημειώθηκαν στον τρόπο κατασκευής των κατοικιών («κλειστές κατασκευές» — αεροστεγή κουφώματα κλπ.), αλλά και λόγω του αυξημένου ενδιαφέροντος γιο εξοικονόμηση ενέργειας και για την προστασία του περιβάλλοντος, καταγράφεται μια στροφή από τα συμβατικά τζάκια προς τα προκατασκευασμένα και τις τεχνολογικά εξελιγμένες κλειστές εστίες υψηλής απόδοσης («ενεργειακά» τζάκια θερμού αέρα κ.α.).